ἐπεκχέω
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
English (LSJ)
A pour out upon, Anon. ap. Suid. s.v. θραυλοτέρας:—Pass., rush upon, τοῖς πολεμίοις LXX Ju.15.4, cf. PTeb.39.24 (ii B. C.); to be stretched upon, τινί Q.S.10.481.
German (Pape)
[Seite 914] (s. χέω), noch dazu ausgießen, Ios. – Pass. darüber ausgebreitet werden, Qu. Sm. 10, 481.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω ἐπάνω εἴς τι, ἐπιχέω, Σουΐδ. ἐν λέξει θραυλοτέρας: - Μέσ., χύνομαι κατεπάνω τινός, ἐφορμῶ κατ’ αὐτοῦ, ἵνα πάντες ἐπεκχυθῶσι τοῖς πολεμίοις Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 4), ἐκτείνομαι, ἐξαπλώνομαι ἐπάνω εἴς τι, Εὐάδνην..., ἐπεκχυμένην μελέεσσιν ἀμφὶ πόσιν Κόϊντ. Σμ. 10. 481.
Greek Monolingual
ἐπεκχέω (Α) εκχέω
1. χύνω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπεκχέομαι
ξεχύνομαι, ορμώ εναντίον κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες τοῑς πολεμίοις», ΠΔ)
3. μέσ. εξαπλώνομαι κάπου.