ἐπεκχέω

From LSJ
Revision as of 09:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεκχέω Medium diacritics: ἐπεκχέω Low diacritics: επεκχέω Capitals: ΕΠΕΚΧΕΩ
Transliteration A: epekchéō Transliteration B: epekcheō Transliteration C: epekcheo Beta Code: e)pekxe/w

English (LSJ)

   A pour out upon, Anon. ap. Suid. s.v. θραυλοτέρας:—Pass., rush upon, τοῖς πολεμίοις LXX Ju.15.4, cf. PTeb.39.24 (ii B. C.); to be stretched upon, τινί Q.S.10.481.

German (Pape)

[Seite 914] (s. χέω), noch dazu ausgießen, Ios. – Pass. darüber ausgebreitet werden, Qu. Sm. 10, 481.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεκχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω ἐπάνω εἴς τι, ἐπιχέω, Σουΐδ. ἐν λέξει θραυλοτέρας: - Μέσ., χύνομαι κατεπάνω τινός, ἐφορμῶ κατ’ αὐτοῦ, ἵνα πάντες ἐπεκχυθῶσι τοῖς πολεμίοις Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 4), ἐκτείνομαι, ἐξαπλώνομαι ἐπάνω εἴς τι, Εὐάδνην..., ἐπεκχυμένην μελέεσσιν ἀμφὶ πόσιν Κόϊντ. Σμ. 10. 481.

Greek Monolingual

ἐπεκχέω (Α) εκχέω
1. χύνω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπεκχέομαι
ξεχύνομαι, ορμώ εναντίον κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες τοῑς πολεμίοις», ΠΔ)
3. μέσ. εξαπλώνομαι κάπου.