ἐπιθάπτω
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
A bury again, Philostr.Her.1.3. II. bury another in the same grave, CIG4341d (Attalia), 4366k (Termessus), sqq.
German (Pape)
[Seite 942] hernach, oder von Neuem begraben, Philostr. Her. p. 670.
Greek Monolingual
ἐπιθάπτω (Α)
1. ξαναθάβω, θάβω δεύτερη φορά
2. τοποθετώ νεκρό σε τάφο όπου υπάρχει κι άλλος θαμμένος.