ἐπισυμμαχία
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ἡ,
A alliance against a common enemy, Philipp. ap. D.12.7 codd. (leg.ἐπιμαχία).
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, ein Schutz- u. Trutzbündniß gegen einen gemeinsamen Feind, Dem. 12, 7 (epist. Phil.); Xen. Cyr. 3, 2, 23, v. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμμᾰχία: ἡ, συμμαχία ἐναντίον κοινοῦ ἐχθροῦ, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 160. 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
alliance offensive et défensive.
Étymologie: ἐπί, συμμαχία.
Greek Monolingual
ἐπισυμμαχία, ἡ (Α)
συμμαχία εναντίον κοινού εχθρού.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυμμαχία: ἡ оборонительно-наступательный союз, коалиция (Dem.; Xen. - v. l. к ἐπιμαχία).