ἐριφεγγής

Revision as of 15:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A very brilliant, Procl.H.3.13(7), Man.6.22.

German (Pape)

[Seite 1031] ές, stark leuchtend, Maneth. 6, 22.ὁ, ον, von einer jungen Ziege, κρέας Xen. An. 4, 5, 31; Phereer. Ath. VI, 269 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριφεγγής: -ές, λίαν λαμπρός, φεγγοβόλος, Πρόκλ Ὕμν. 2. 13. Μανέθων 6. 22.

Greek Monolingual

ἐριφεγγής, -ές (Α)
αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι-φεγγής, χρυσο-φεγγής)].