ἐριφεγγής
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ἐριφεγγές, very brilliant, Procl.H.3.13(7), Man.6.22.
German (Pape)
[Seite 1031] ές, stark leuchtend, Maneth. 6, 22.ὁ, ον, von einer jungen Ziege, κρέας Xen. An. 4, 5, 31; Phereer. Ath. VI, 269 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριφεγγής: -ές, λίαν λαμπρός, φεγγοβόλος, Πρόκλ Ὕμν. 2. 13. Μανέθων 6. 22.
Greek Monolingual
ἐριφεγγής, -ές (Α)
αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλιφεγγής, χρυσοφεγγής)].