ἑταιριστής

From LSJ
Revision as of 21:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑταιριστής Medium diacritics: ἑταιριστής Low diacritics: εταιριστής Capitals: ΕΤΑΙΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hetairistḗs Transliteration B: hetairistēs Transliteration C: etairistis Beta Code: e(tairisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A lewd man, Poll.6.188:— fem. ἑταιρ-ίστρια, = τριβάς, Pl.Smp.191e, Luc.DMeretr.5.2, Tim.Lex.

German (Pape)

[Seite 1047] ὁ, der Hurer, Poll. 6, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιριστής: -οῦ, ὁ, ἀσελγὴς ἄνθρωπος, «ὁ περὶ τάς τῶν ἑταιρῶν θύρας κεκυλινδημένος» Πολυδ. Ϛ΄,188· θηλ. ἑταιρίστρια, = τριβάς, Πλάτ. Συμπ. 19Ε.

Greek Monolingual

ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ ἑταιριστής, θηλ. ἑταιρίστρια) εταιρίζω
νεοελλ.
1. αυτός που είναι μέλος κάποιας εταιρείας
2. ο φιλικός, ο μυημένος στα πράγματα της Φιλικής Εταιρείας
αρχ.
1. ο ασελγής άνθρωπος
2. το θηλ.ἑταιρίστρια
η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία («τοιαύτας [ἑταιριστρίας] γὰρ ἐν Λέσβῳ λέγουσι γυναῑκας ἀρρενωπούς», Λουκιαν.).