ἑπταπάλαιστος
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
[πᾰ], ον,
A seven palms long, S.E.M.9.321:—early Att. ἑπτα-πάλαστος IG12.373.237.
German (Pape)
[Seite 1013] von sieben Handbreiten, S. Emp. adv. phys. 321.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπάλαιστος: -ον, ἔχων μῆκος ἑπτὰ παλαιστῶν (παλαμῶν), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 321.
Greek Monolingual
ἑπταπάλαιστος, -ον (Α)
μήκους επτά παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + -πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή «παλάμη»].
Russian (Dvoretsky)
ἑπτᾰπάλαιστος: длиной в семь палест, т. е. 5.4 м Sext.