ἔξαψις
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fastening, Theo Sm.p.72 H. (pl.), Iamb.in Nic.p.112 P. (pl.). II heating, σιτίων ἔξαψιν ποιεῖν Hp.Acut.(Sp.) 46 (v.l. ἔφ-). 2 lighting, kindling, Arist.Mu.395b3, Ph.2.256, Plot.3.6.15, Anthem.p.152 W.: pl., Placit.3.3.9: metaph., θερμασίης καὶ τόλμης Aret.CA2.11.
German (Pape)
[Seite 874] ἡ, 1) das Anzünden, die Entzündung, Plut. Lys. 12 u. a. Sp. – 2) das Anknüpfen, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαψις: -εως, ἡ πρόσδεσις, ἐπίδεσις, Ἰάμβλιχ. ἐν Νικομ. 151D. ΙΙ. Τὸ ἐξάπτειν, καῦσις, καυσώδης αἴσθησις, ἔξαψιν ποιεῖν Ἱππ. 404. 27, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 23· τὸ ἐξάπτεσθαι ὡς καὶ νῦν, ὀξυχολία, ἔξαψις καρδίας, κτλ., Ζωναρ. 1456· ― ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἀνατολή, Γαλήν. 2) τὸ ἀνάπτειν φῶτα, φωτοχυσία, Ἰω. Μαλαλ. 206. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’enflammer, d’allumer.
Étymologie: ἐξάπτω².
Russian (Dvoretsky)
ἔξαψις: εως ἡ ἐξάπτω II] воспламенение Arst., Plut.