καυσώδης
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
καυσῶδες,
A suffering from heat, parched, (χῶραι) Thphr. CP 3.14.3; τόποι Arch.Pap.6.101 (ii A.D.).
2 = καυματώδης 2, πυρετοί Hp. Aph.4.54, Coac.570; κ. ὕδατα, ταρίχη, heating, Id.Aër.7, Diph.Siph. ap.Ath.3.120e; κ. ποιεῖν τὸν στόμαχον Heraclid.Tar. ap. eund.3.79f. Adv. καυσωδῶς Archig. ap. Gal.12.543.
3 Astrol., of signs, causing fevers, Heph.Astr.1.1.
German (Pape)
[Seite 1408] ες, = καυματώδης; γῆ Theophr.; vom Fieber, Galen.; φῶς ἡλίου Paul. Sil. 74, 80. Vgl. Ath. III, 79 f 120 e.
Greek (Liddell-Scott)
καυσώδης: -ες, (εἶδος) πάσχων ἐκ καύματος, καιόμενος, καυσ. καὶ ξηρὰ γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 3. 2) = καυματώδης 2, πυρετὸς κ. Ἱππ. Ἀφ. 1251, καὶ καυσώδεες, = οἱ πάσχοντες πυρετόν, 943F· κ. ὕδατα, θερμαίνοντα, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 284, καὶ τὸ ἐπίρρ. καυσωδῶς, Γαλην.
Greek Monolingual
καυσώδης, -ῶδες (ΑΜ) καύσος
αυτός που επιφέρει καύσο, θερμότητα, πολύ ζεστός, καυματώδης («σκληρά καὶ καυσώδεα ὕδατα», Ιπποκρ.)
αρχ.
1. αυτός που υποφέρει από καύσωνα, ξερός («καυσώδης καὶ ξηρὰ γῆ», Θεόφρ.)
2. αστρολ. (για τα ζώδια) αυτός που προκαλεί πυρετούς.
επίρρ...
καυσωδῶς (Α)
με καυσώδη τρόπο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυσώδης -ες [καῦσος] verhittend, koorts opwekkend. Hp.