Ἑλλησποντιακός
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ή, όν,
A of the Hellespont, X.An.1.1.9, etc.:— also Ἑλλησ-πόντιος, α, ον, Hdt.7.95, X.HG3.4.11.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλησποντιακός: -ή, -όν, τοῦ Ἑλλησπόντου, αἱ Ἑλλησποντικαὶ πόλεις Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9, κτλ.· - οὕτως, Ἑλλησπόντιος, α, ον, Ἡρόδ. 7. 95, ἐξ Ἑλλησπόντου, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 11· - οὐσ. Ἑλλησποντία, ἡ, ἡ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον χώρα, Στέφ. Βυζάντ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. Ἑλλησπόντιος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
helespóntico, del Helesponto ref. a las tierras en torno al Helesponto πόλις X.An.1.1.9, κλίμα Ach.Tat.Intr.Arat.35.1, Ἑλλησποντιακὴ Φρυγία Frigia helespóntica otro n. de Frigia Epicteto, Str.12.4.1, Ἑλλησποντιακὴ Μυσία Misia helespóntica la parte noroccidental de la Misia minorasiática, Gal.10.833, Ἑλλησποντιακὴ περίοδος tít. de una obra de Menécrates, Str.12.3.22.
Greek Monotonic
Ἑλλησποντιακός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον Ελλήσποντο, σε Ξεν.· ομοίως και Ἑλλησπόντιος, -α, -ον, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλλησποντιακός: геллеспонтский (πόλεις Xen.).
Middle Liddell
Ἑλλησποντιακός, ή, όν
of the Hellespont, Xen., Ἑλλησπόντιος, η, ον, Hdt., Xen.