ὀστεώδης

From LSJ
Revision as of 13:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστεώδης Medium diacritics: ὀστεώδης Low diacritics: οστεώδης Capitals: ΟΣΤΕΩΔΗΣ
Transliteration A: osteṓdēs Transliteration B: osteōdēs Transliteration C: osteodis Beta Code: o)stew/dhs

English (LSJ)

ες,

   A bony, Plu.2.916a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστεώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, πλήρης ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un os.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.

Greek Monolingual

και οστώδης, -ες (Α ὀστεώδης και ὀστώδης, -ῶδες) [[οστέον / οστούν]]
1. αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με οστό, οστεοειδής
2. γεμάτος οστά
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες σύστημα» — ο σκελετός)
2. μτφ. (για πρόσ.) κοκαλιάρης.

Russian (Dvoretsky)

ὀστεώδης: похожий на кость (σκληρὸς καὶ ὀ. Plut.).