ὁριστικός

From LSJ
Revision as of 17:49, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁριστικός Medium diacritics: ὁριστικός Low diacritics: οριστικός Capitals: ΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: horistikós Transliteration B: horistikos Transliteration C: oristikos Beta Code: o(ristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for defining, λόγος Arist.de An.413a14,al. ; δύναμις Plu.2.1026d ; διδασκαλία Gal.1.307: -κή, ἡ, art of definition, Ammon. in APr.7.32, Elias in Porph.3.28. Adv. -κῶς by definition, Hermog.Stat.3, Syrian.in Metaph.12.12 : Comp. -κώτερον, ἐπιδραμεῖν Gal.7.463.    2 giving definite form to, c. gen., Olymp. in Mete.275.22.    II ἡ ὁριστική (sc. ἔγκλισις), indicative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.14 ; -κὰ ῥήματα indicative verbs, Id.Adv.124.9 ; -κὴ προφορά ib.123.12. Adv. -κῶς in the indicative mood, Phryn.337, Sch.E.Hec.87.

German (Pape)

[Seite 378] zum Begränzen, Begriffsbestimmen gehörig, λόγος, Arist., u. Sp., auch im adv.; – ἡ ὁριστική, sc. ἔγκλισις, modus indicativus, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὁριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ὁρισμόν, λόγος Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, κ. ἀλλ.˙ δύναμις Πλούτ. 2. 1026C. ΙΙ. ἡ ὁριστικὴ (δηλ. ἔγκλισις), modus indicativus, Γραμμ.˙ - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 88.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à délimiter, à définir ; t. de gramm. défini ; ἡ ὁριστική ἔγκλισις t. de gramm. l’indicatif.
Étymologie: ὁρίζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁριστικός, -ή, -όν) οριστός
το θηλ. ως ουσ. η οριστική
γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό
νεοελλ.
1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική»)
2. φρ. «οριστική αντωνυμία»
γραμμ. αντωνυμία η οποία καθορίζει με έμφαση το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο αναφέρεται και το αντιδιαστέλλει από οτιδήποτε άλλο
3. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) οριστικά
αμετάκλητα, τελειωτικά
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με τη διατύπωση τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της
2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του να δίνει κανείς ορισμούς εννοιών
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁριστικόν
α) καθοριστικός παράγοντας
β) γραμμ. η οριστική έγκλιση.
επίρρ...
οριστικώς και -ά (ΑΜ ὁριστικῶς)
νεοελλ.
τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα
αρχ.
1. με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο
2. γραμμ. σε έγκλιση οριστική.

Russian (Dvoretsky)

ὁριστικός: определяющий, определительный (λόγος Arst.; δύναμις Plut.).