ὑπεξαφύομαι
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
Pass.,
A to be drained off, of streams that lose themselves in the sand, A.R.2.983.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξᾰφύομαι: Παθ, ἐξαντλοῦμαι, ἐκλείπω, ἐπὶ ῥυάκων ὧν τὰ ὕδατα ἐκλείπουσιν ἐντὸς τῆς ἄμμου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 983.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) (για ρυάκι του οποίου τα νερά χάνονται μέσα στην άμμο) εξαντλούμαι, εκλείπω, εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαφύω «αντλώ από δοχείο, εξαντλώ»].