ὑποτονθορύζω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
(sts. incorrectly written -ίζω, as in Lib.Decl.43.60),
A murmur in an under-tone, Luc.Merc.Cond.26, Bis Acc.4, al., Agath.4.7; ἐπῳδήν Luc.Nec.7.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτονθορύζω: (συχνάκις φέρεται ἡμαρτημένως -ίζω), τονθυρύζω, ψιθυρίζω χαμηλοφώνως, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Δὶς Κατηγ. 4, κλπ.· τι, διά τι πρᾶγμα, ἅμα καὶ τὴν ἐπῳδὴν ἐκείνην ὑποτονθορύσας ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7· ἤδη ὑπετονθόρυζον καὶ ἤδη ἡ φωνὴ ἐς τὸ σαφέστερον διεκρίνετο Ἀγαθ. Ἱστ. σ. 144Β.
French (Bailly abrégé)
murmurer, grommeler : ὑπ. ἐπῳδήν LUC murmurer une incantation.
Étymologie: ὑπό, τονθορύζω.
Greek Monolingual
Ν
βλ. υποτονθορίζω.
Greek Monotonic
ὑποτονθορύζω: ψιθυρίζω χαμηλόφωνα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτονθορύζω: бормотать, цедить сквозь зубы: ὑ. τὴν ἐπῳδήν Luc. бормотать заклинание.