ὑποτονθορύζω

From LSJ
Revision as of 11:20, 4 September 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Bis Acc</b>" to "Bis Acc")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτονθορύζω Medium diacritics: ὑποτονθορύζω Low diacritics: υποτονθορύζω Capitals: ΥΠΟΤΟΝΘΟΡΥΖΩ
Transliteration A: hypotonthorýzō Transliteration B: hypotonthoryzō Transliteration C: ypotonthoryzo Beta Code: u(potonqoru/zw

English (LSJ)

(sts. incorrectly written -ίζω, as in Lib.Decl.43.60),

   A murmur in an under-tone, Luc.Merc.Cond.26, Bis Acc.4, al., Agath.4.7; ἐπῳδήν Luc.Nec.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτονθορύζω: (συχνάκις φέρεται ἡμαρτημένως -ίζω), τονθυρύζω, ψιθυρίζω χαμηλοφώνως, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Δὶς Κατηγ. 4, κλπ.· τι, διά τι πρᾶγμα, ἅμα καὶ τὴν ἐπῳδὴν ἐκείνην ὑποτονθορύσας ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7· ἤδη ὑπετονθόρυζον καὶ ἤδη ἡ φωνὴ ἐς τὸ σαφέστερον διεκρίνετο Ἀγαθ. Ἱστ. σ. 144Β.

French (Bailly abrégé)

murmurer, grommeler : ὑπ. ἐπῳδήν LUC murmurer une incantation.
Étymologie: ὑπό, τονθορύζω.

Greek Monolingual

Ν
βλ. υποτονθορίζω.

Greek Monotonic

ὑποτονθορύζω: ψιθυρίζω χαμηλόφωνα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτονθορύζω: бормотать, цедить сквозь зубы: ὑ. τὴν ἐπῳδήν Luc. бормотать заклинание.

Middle Liddell


to murmur in an under-tone, Luc.