ῥοδουντία
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἡ,
A dish flavoured with roses, Ath.9.403d; cf. ῥοδωνιά IV.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδουντία: ἡ, ἔδεσμα παρεσκευασμένον μετὰ ῥόδων, Ἀθήν. 403D· πρβλ. ῥοδωνιὰ IV.
Greek Monolingual
ἡ, Α
έδεσμα με βασικό συστατικό τα ροδοπέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. επιθ. ῥοδοῦς, -οῦντος (< ῥοδόεις, με συναίρεση)].