Σωκρατικός

From LSJ
Revision as of 14:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σωκρᾰτικός Medium diacritics: Σωκρατικός Low diacritics: Σωκρατικός Capitals: ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: Sōkratikós Transliteration B: Sōkratikos Transliteration C: Sokratikos Beta Code: *swkratiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A Socratic, of Socrates, λόγοι Arist. Po.1447b11; μνημονεύματα Phld.Vit.p.41 J.; ἐπιστολαί Wilcken Chr. 155 (iii A.D.); οἱ Σ. the philosophers of his school, Luc.Am.23. Adv. -κῶς more Socratico, Cic.Att.2.3.3.

German (Pape)

[Seite 1059] adj. von Σωκράτης, sokratisch, den Sokrates betreffend.

Greek (Liddell-Scott)

Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸν Σωκράτην ἀνήκων, Ἀριστοτ., κλπ.· οἱ Σωκρατικοί, οἱ φιλόσοφοι τῆς σχολῆς αὐτοῦ, Λουκ. Ἔρωτ. 23· τὸ Σωκρατικόν, λόγος τοῦ Σωκρ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον Σωκρατικόν, more Socratica, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Socrate ou de son école, socratique.
Étymologie: Σωκράτης.

Greek Monotonic

Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· οἱ Σωκρατικοί, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, με τον τρόπο του Σωκράτη, το more Socratico, του Κικ.

Russian (Dvoretsky)

Σωκρᾰτικός: Arph., Luc. = Σωκράτειος.

Middle Liddell

Σωκρᾰτικός, ή, όν
Socratic, of Socrates, Arist., etc.; οἱ Σωκρ. the philosophers of his school, Luc. adv. -κῶς, more Socratico, Cic.