Θυέστειος
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
α, ον, A of Thyestes, ῥάκη Ar.Ach.433; δεῖπνον Porph.Chr. 69.
Greek (Liddell-Scott)
Θυέστειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν Θυέστην, ῥᾴκη Ἀριστοφ. Ἀχ. 433.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Thyeste.
Étymologie: Θυέστης.
Greek Monotonic
Θυέστειος: -α, -ον, σχετικά με τον Θυέστη, σε Αριστοφ.