Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Μηλιάς

From LSJ
Revision as of 15:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μηλιάς Medium diacritics: Μηλιάς Low diacritics: Μηλιάς Capitals: ΜΗΛΙΑΣ
Transliteration A: Mēliás Transliteration B: Mēlias Transliteration C: Milias Beta Code: *mhlia/s

English (LSJ)

   A v. Μήλιος ΙΙ, μηλίς (C).

French (Bailly abrégé)

1άδος
adj. f.
de Mèlis.
Étymologie: Μηλίς.
2άδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.

Greek Monolingual

Μηλιάς, -άδος, ἡ (Α)
1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος της νήσου Μήλου
2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες
α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως της μηλιάς
β) οι νύμφες τών ποιμνίων
γ) οι νύμφες της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾱν Σπερχειοῡ τε παρ' ὄχθας», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ουραν-ιάς). Ο τ. Μηλιάδες «νύμφες τών ποιμνίων» < μῆλον (II), ενώ ο τ. Μηλιάδες «νύμφες της θεσσαλικής Μηλίδος» < Μηλίς].

Russian (Dvoretsky)

Μηλιάς: άδος ἡ Μῆλος (sc. γῆ) Мелосский край, т. е. остров Мелос Plut.