δίολκος
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
ὁ, A slipway for passage of ships across the Isthmus of Corinth, Str.7.2.1.
German (Pape)
[Seite 633] ὁ, der Durchzug; so hietz eine Stelle auf dem Corinthischen Isthmus, wo die Schiffe über das Land aus dem einen Meere ins andere gelogen wurden, Strab. VIII p. 335. Bei Ptolem. 4, 5 auch eine Stelle an einer Nilmündung.
Greek (Liddell-Scott)
δίολκος: ὁ, τὸ μέρος τοῦ ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου, καθ’ ὃ τὰ πλοῖα ἐσύροντο ἀπὸ τῆς ἑτέρας εἰς τὴν ἑτέραν θάλασσαν, Στράβων 335.
Greek Monolingual
ο (AM δίολκος) ολκός
ο πλακόστρωτος δρόμος κατά μήκος του ισθμού της Κορίνθου για να μεταφέρονται τα πλοία συρόμενα από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και αντίστροφα
νεοελλ.
κάθε μέσο μεταφοράς πλοίων από μια θάλασσα σε άλλη
αρχ.
κλειστό στόμιο στις εκβολές του Νείλου.