Τανταλίδης

From LSJ
Revision as of 13:01, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de Tantale.
Étymologie: Τάνταλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
γιος ή απόγονος του μυθικού βασιλιά της Φρυγίας, του Ταντάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος + επίθημα -ίδης (πρβλ. Πριαμ-ίδης)].

Russian (Dvoretsky)

Ταντᾰλίδης: ου (ῐ) ὁ (дор. gen. pl. Τανταλιδᾶν) Танталид, сын Тантала Aesch., Eur., Anth.

Middle Liddell

Τανταλίδης, ου, ὁ,
son of Tantalus, Aesch.