αγνάντια

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

και αγνάντι επίρρ.
απέναντι, αντίκρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > ταϊνάντια > ταjνάντια > τ' αγνάντια. Λιγότερο πιθανή η παραγωγή από το ἐκναντία που προτείνει ο P. Kretschmcr (Lesblsche Dialect 174).
ΠΑΡ. αγναντερός, αγναντεύω, αγναντιάζω, αγνάντιος, άγναντος].