οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
1. τραγουδώ γλυκά σαν αηδόνι, γλυκολαλώ2. (ειρωνικά) φλυαρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + λαλώ.ΠΑΡ. αηδονολάλημα].