αιγίλιψ

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

Greek Monolingual

αἰγίλιψ (-ιπος), ο, η (Α)
τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από αἰγι- (< αἴξ, αἰγὸς) και -λιψ. Το β' συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι» — πρβλ. λ.χ. λιθ., lipti «σκαρφαλώνω», ελλην. «-λιψ πέτρα» Ησύχ., όπου ἄλιψ κυριολεκτικά σημαίνει τον «αναρρίχητο, που δεν μπορεί κανείς να ανεβεί επάνω»].