ακινητοποιώ
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον ή κάτι ακίνητο, εξαναγκάζω σε ακινησία
2. φρ. «ακινητοποιώ τα κεφάλαια μου», διαθέτω το ρευστό χρήμα για την αγορά ακινήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακίνητος + -ποιώ η λ. ως όρος οικονομικός, ιατρικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immobilize < immobile «ακίνητος», πρβλ. και ακινητοποίηση.
ΠΑΡ. ακινητοποίηση, ακινητοποίητος].