ακροστόλιο
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
το (Α ἀκροστόλιον)
συμβολική διακόσμηση μορφής ασπίδας ή περικεφαλαίας που υπήρχε στην πλώρη αρχαίων ελληνικών ή ρωμαϊκών πλοίων. Τοποθετούνταν εκεί με σκοπό να εξευμενιστούν οι θεοί της θάλασσας ή να απομακρυνθούν τα κακά. Ήταν ο πρόδρομος του διακοσμημένου ακρόπρωρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -στόλιον < στόλος.