αλθαίνω
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
ἀλθαίνω (Α)
θεραπεύω, γιατρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι του μέλλοντα πρέπει να είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το αντίθετης σημασίας ρήμα πυρέξομαι. μέλλ. του πυρέσσω «έχω πυρετό, νοσώ». Ετυμολογικά το ρ. ἀλθαίνω προέρχεται από επαυξημένη με -θ- ρίζα -αλ-. η οποία απαντά επίσης στο επίθ. ἄν-αλ-τος «άπληστος, ακόρεστος», καθώς και στο ρήμα ἀλ-δ-αίνω «ενισχύω, τρέφω».
ΠΑΡ. αρχ. ἄλθα, ἀλθαία, ἀλθεστήριον, ἀλθήεις, ἄλθος.