αλωνίστρα

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

η
1. αγρός, μέσα στον οποίο βρίσκεται αλώνι
2. χώρος μέσα στο αλώνι, όπου συγκεντρώνονται τα άχυρα από το αλώνισμα
3. χώρος γύρω από το αλώνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω + παραγ. κατάλ. -τρα].