διακάθαρσις

From LSJ
Revision as of 18:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰθαρσις Medium diacritics: διακάθαρσις Low diacritics: διακάθαρσις Capitals: ΔΙΑΚΑΘΑΡΣΙΣ
Transliteration A: diakátharsis Transliteration B: diakatharsis Transliteration C: diakatharsis Beta Code: diaka/qarsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A thorough cleansing or purging, Pl.Lg.735d; ὤτων Erot.s.v. διαπτερώσιες.    II pruning, Thphr.HP2.7.2, CP3.7.5, dub.l. in Corn.ND 27.

German (Pape)

[Seite 580] ἡ, die Reinigung, Plat. Legg. V, 735 d; bes. von Bäumen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διακάθαρσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς κάθαρσις, καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 purification complète;
2 émondage.
Étymologie: διακαθαίρω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 purificación completa, plu. formas de depuración πολλῶν οὐσῶν τῶν διακαθάρσεων de una ciu., Pl.Lg.735d, τοῦ ὄμματος Procl.in Ti.1.30, cf. Dam.Pr.49
medic. purgación ὤτων Erot.34.5, Gal.12.649, Paul.Aeg.7.11.17.
2 de árboles poda, escamonda τῶν δένδρων Thphr.CP 2.12.6, cf. 3.7.5, HP 2.7.1, 3, τοῦ ὅλου φοινικῶνος PSoterichos 4.26 (I d.C.).

Greek Monolingual

η (AM διακάθαρσις) διακαθαίρω
1. πλήρης κάθαρση, εξαγνισμός
2. το κλάδεμα τών δέντρων.

Greek Monotonic

διακάθαρσις: -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ καθάρισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διακάθαρσις: εως ἡ тщательная чистка, очищение Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακάθαρσις -εως, ἡ [διακαθαίρω] (grondige) reiniging.

Middle Liddell

διακάθαρσις, εως [from διακαθαίρω
a thorough cleansing, Plat.