διάπλεγμα

From LSJ
Revision as of 18:07, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλεγμα Medium diacritics: διάπλεγμα Low diacritics: διάπλεγμα Capitals: ΔΙΑΠΛΕΓΜΑ
Transliteration A: diáplegma Transliteration B: diaplegma Transliteration C: diaplegma Beta Code: dia/plegma

English (LSJ)

ατος, τό,    A woof or web, Eust.1571.56.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλεγμα: τό, τὸ μετά τινος συμπεπλεγμένον, ὕφασμα, Εὐστ. 1571. 56.

Spanish (DGE)

-ματος, τό trama del telar, Eust.1571.56.

Greek Monolingual

το (Α διάπλεγμα) διαπλέκω
πλέγμα, πλεκτό κατασκεύασμα
αρχ.
(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με κάτι άλλο.