διοκωχή

From LSJ
Revision as of 19:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοκωχή Medium diacritics: διοκωχή Low diacritics: διοκωχή Capitals: ΔΙΟΚΩΧΗ
Transliteration A: diokōchḗ Transliteration B: diokōchē Transliteration C: diokochi Beta Code: diokwxh/

English (LSJ)

ἡ,    A = διοχή, cessation, Th.3.87; esp. armistice, D.C.39.47, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διοκωχή: ἡ, =διοχή, παῦσις, Θουκ. 3. 87· ἴδε ἀνοκωχή, Δίων Κ. 39. 47, κτλ. -Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀνοκωχή.

French (Bailly abrégé)

att. c. διακωχή.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
cese ἐγένετο δέ τις ὄμως διοκωχή en la peste, Th.3.87
en las armas tregua διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.

Greek Monolingual

διοκωχή, η (Α) οκωχή
προσωρινή διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή.

Greek Monotonic

διοκωχή: ἡ (διέχω), παύση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διοκωχή: ἡ Thuc. = διακωχή.

Middle Liddell

διοκωχή, ἡ, n διέχω
a cessation, Thuc.