δραστέος

From LSJ
Revision as of 19:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραστέος Medium diacritics: δραστέος Low diacritics: δραστέος Capitals: ΔΡΑΣΤΕΟΣ
Transliteration A: drastéos Transliteration B: drasteos Transliteration C: drasteos Beta Code: draste/os

English (LSJ)

α, ον,    A to be done, S.Tr.1204.    II δραστέον one must do, Id.OT1443, E.IA1024, D.Chr.12.16.

German (Pape)

[Seite 665] s. δράω.

Greek (Liddell-Scott)

δραστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ποιητέος, πρακτέος, Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de δράω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser hecho ὁποῖα δραστέ' ἐστίν· S.Tr.1204, αὐτοχειρί μοι ... δραστέον τοὔργον S.El.1019, τοῦτο γε δραστέον Pl.Plt.268d, cf. Phlb.20a, Lg.644b.

Greek Monotonic

δραστέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του δράω, αυτός που πρέπει να γίνει, που πρέπει να συντελεστεί, σε Σοφ.
II. δραστέον, πρέπει να κάνουμε, στον ίδ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δραστέος: adj. verb. к δράω.

Middle Liddell

verb. adj. of δράω
I. to be done, Soph.
II. δραστέον, one must do, Soph., Eur.