δύστρωτος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον, A hard to injure, σιδήρῳ καὶ λίθῳ Plu.2.983d, cf. Apollod.Poliorc. 139.8: Comp., Gal.UP1.2.
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu verwunden, Plut. sol. anim. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à blesser, à atteindre.
Étymologie: δυσ-, τιτρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de dañar, invulnerable σιδήρῳ καὶ λίθῳ del nido del halción, Plu.2.983d, μηχανήματα ... εἰς πολιορκίαν Apollod.Poliorc.139.8, θώραξ ... πάντων δερμάτων δυστρωτότερον ὄργανον Gal.3.4.
Greek Monolingual
δύστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα τραυματίζεται.
Russian (Dvoretsky)
δύστρωτος: трудно уязвимый (λίθῳ καὶ σιδήρῳ Plut.).