εὐπαθέω
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
A enjoy oneself, make merry, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Hdt.2.133,174; indulge oneself, live comfortably, Pl.R.347c; of the soul, τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ Id.Phdr. 247d; opp. δυστυχέω, D.C.56.45. 2 receive benefits, ὑπό τινος from one, Plu.2.176b (better divisim).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπᾰθέω: διάγω εὐάρεστον τὸν βίον, εὐφραίνομαι, εὐθυμῶ, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Ἡρόδ. 2. 133, 174, Πλάτ. 347C· ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 247D· ἴδε εὐπάθεια· ἀντίθετον τῷ δυστυχέω, Δίων Κ. 56. 45. 2) λαμβάνω εὐεργεσίας, εὐεργετοῦμαι, ὑπό τινος Πλούτ. 2. 176Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 vivre dans les plaisirs, mener une vie de plaisirs;
2 être bien traité.
Étymologie: εὐπαθής.
Greek Monotonic
εὐπᾰθέω: μέλ. -ήσω, είμαι τυχερός, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, διασκεδάζω, τέρπομαι, ευθυμώ, χαίρομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπᾰθέω:
1) предаваться удовольствиям, наслаждаться (πίνειν καὶ εὐ. Her.; ἐν δείπνων περιόδοις Plut.);
2) филос. упиваться блаженством Plat.;
3) пользоваться благодеяниями (ὑπό τινος Plut.).
Middle Liddell
εὐπᾰθέω, fut. -ήσω
to be well off, enjoy oneself, make merry, Hdt., Plat. [from εὐπᾰθής]