θυροκοπικός

From LSJ
Revision as of 21:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠροκοπικός Medium diacritics: θυροκοπικός Low diacritics: θυροκοπικός Capitals: ΘΥΡΟΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: thyrokopikós Transliteration B: thyrokopikos Transliteration C: thyrokopikos Beta Code: qurokopiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or like θυροκοπία: θυροκοπικόν, τό, tune played on the flute( = κρουσίθυρον), Trypho ap.Ath.14.618c:— also θῠροκοπ-ιστικόν, τό, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] ή, όν, an die Thür klopfend, αὐλήσεως εἶδος, was beim Anklopfen an die Thür der Geliebten gesungen wurde, Ath. XIV, 618 c.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θυροκοπίαν. - θυροκοπικόν, τό, εἶδος χοροῦ, Ἀθην. 618C. - Παρ’ Ἡσυχ. θυροκοπισμός, ὁ.

Greek Monolingual

θυροκοπικός, -ή, -όν (Α) θυροκόπος
1. αυτός που αναφέρεται στη θυροκοπία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυροκοπικόν
τραγούδι με αυλό μπροστά σε θύρα.