κακομοιρία

From LSJ
Revision as of 22:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομοιρία Medium diacritics: κακομοιρία Low diacritics: κακομοιρία Capitals: ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: kakomoiría Transliteration B: kakomoiria Transliteration C: kakomoiria Beta Code: kakomoiri/a

English (LSJ)

ἡ,    A ill fate, Sch.S.Tr.850, Sch.E.Ph.156.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, unglückliches Geschick, Schol. Soph. Tr. 862.

Greek (Liddell-Scott)

κακομοιρία: ἡ, κακὴ μοῖρα, δυστυχία, «κακομοιριά», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 851, Εὐρ. Φοίν. 156.

Greek Monolingual

η (Μ κακομοιριά, Α κακομοιρία) κακόμοιρος
κακή μοίρα, δυστυχία, αθλιότητα·.
νεοελλ.
έλλειψη καλής διαπλάσεως ή υψηλού φρονήματος, η έλλειψη προτερημάτων ή καλής εμφανίσεως.