καλεστής

From LSJ
Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλεστής Medium diacritics: καλεστής Low diacritics: καλεστής Capitals: ΚΑΛΕΣΤΗΣ
Transliteration A: kalestḗs Transliteration B: kalestēs Transliteration C: kalestis Beta Code: kalesth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A gloss on κλητήρ, Sch.rec.A.Th.574: κᾰλεστός, ή, όν, = κλητός, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, Erkl. von κλητήρ, Schol. Aesch. Spt. 580.

Greek (Liddell-Scott)

καλεστής: -οῦ, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως κλητήρ, Σχόλ. εἰς Αἰσχυλ. Θήβ. 574· - καλεστός, ή, όν, ἀντί κλητός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α καλεστής) καλώ
αυτός που προσκαλεί σε γιορτή
αρχ.
αυτός που προσφέρει τα φαγητά στους καλεσμένους, αμφιτρύωνας.