αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Full diacritics: κᾰλῠβός | Medium diacritics: καλυβός | Low diacritics: καλυβός | Capitals: ΚΑΛΥΒΟΣ |
Transliteration A: kalybós | Transliteration B: kalybos | Transliteration C: kalyvos | Beta Code: kalubo/s |
ὁ, A = καλύβη, chamber, Epigr.Gr.260 (Cyrene), Hsch.
καλυβός και, κατ' άλλους, κάλυβος, ὁ (Α)
επιγρ. καλύβη, παστάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. καλύβη με αλλαγή γένους].