καταπιθανεύομαι

From LSJ
Revision as of 23:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῐθᾰνεύομαι Medium diacritics: καταπιθανεύομαι Low diacritics: καταπιθανεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΘΑΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katapithaneúomai Transliteration B: katapithaneuomai Transliteration C: katapithaneyomai Beta Code: katapiqaneu/omai

English (LSJ)

   A use probable arguments, S.E.M.8.324.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῐθᾰνεύομαι: ἀποθ., πιθανὰ λέγω, μεταχειρίζομαι πιθανὰ ἐπιχειρήματα, τὸ κ. ἐκ τῶν εἰκότων ἐπισπᾶσθαι τὴν διάνοιαν εἰς συγκατάθεσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 324.

Greek Monolingual

καταπιθανεύομαι (Α)
(αποθ.) μεταχειρίζομαι πιθανά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιθανεύομαι (< πιθανός)].

Russian (Dvoretsky)

καταπῐθᾰνεύομαι: убедительно говорить, пользоваться убедительными доводами Sext.