κιρσουλκός

From LSJ
Revision as of 09:12, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσουλκός Medium diacritics: κιρσουλκός Low diacritics: κιρσουλκός Capitals: ΚΙΡΣΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: kirsoulkós Transliteration B: kirsoulkos Transliteration C: kirsoulkos Beta Code: kirsoulko/s

English (LSJ)

ὁ,    A instrument for this purpose, ib.45.18.5, Gal.14.790.

German (Pape)

[Seite 1442] ο, ein chirurgisches Instrument, zur Beseitigung des κιρσός, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσουλκός: ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς θεραπείαν τοῦ κιρσοῦ, Γαλην. 2. 397.

Greek Monolingual

κιρσουλκός, ὁ (Α)
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά την κιρσουλκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. βαρ-ουλκός, εμβρυ-ουλκός].