λειψόθριξ

From LSJ
Revision as of 10:36, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειψόθριξ Medium diacritics: λειψόθριξ Low diacritics: λειψόθριξ Capitals: ΛΕΙΨΟΘΡΙΞ
Transliteration A: leipsóthrix Transliteration B: leipsothrix Transliteration C: leipsothriks Beta Code: leiyo/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ, τό,    A having lost their hair, μέρη Ael.NA14.4.

German (Pape)

[Seite 27] τριχος, der die Haare verloren hat, Ael. H. A. 14, 4.

Greek (Liddell-Scott)

λειψόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
qui a perdu ses cheveux.
Étymologie: λείπω, θρίξ.

Greek Monolingual

λειψόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του
2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ].