μάνη
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
or μάνα, ἡ, A = μανία, Ar.Fr.816; sed leg. μάμμη or μάμμα, = μαμμία.
Greek (Liddell-Scott)
μάνη: ἢ μάνα, ἡ, = μανία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 647· πρβλ. σάλη ἢ σάλα.
Greek Monolingual
(I)
μάνη, ἡ (Α)
βλ. μήνη.
(II)
μάνη και μάνα, ἡ (Α)
μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν- του μαίνομαι (πρβλ. ἐ-μάν-ην)].
Russian (Dvoretsky)
μάνη: (ᾰ) ἡ Arph. = μανία.