μεγαλόδηλος
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
ον, A quite evident, manifest, Sch.B Il.11.155.
German (Pape)
[Seite 106] ganz offenbar, ganz deutlich, Porphyr. qu. Hom. 28.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόδηλος: -ον, ἔκδηλος, κατάδηλος, φανερός, καταφανής, Πορφύρ. Ὁμ. Ζητ. 28.
Greek Monolingual
μεγαλόδηλος, -ον (Α)
πολύ φανερός, καταφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δῆλος (πρβλ. πρό-δηλος)].