μοιραγέτης

From LSJ
Revision as of 12:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιρᾱγέτης Medium diacritics: μοιραγέτης Low diacritics: μοιραγέτης Capitals: ΜΟΙΡΑΓΕΤΗΣ
Transliteration A: moiragétēs Transliteration B: moiragetēs Transliteration C: moiragetis Beta Code: moirage/ths

English (LSJ)

ου, Ion. μοιρ-ηγέτης, εω, Dor. μοιρ-ᾱγέτας, α, ὁ,    A guide of fate, of Zeus, as presiding over the Μοῖραι, IG12.80.12, Paus. 5.15.5, 8.37.1; of Apollo, Id.10.24.4; δαίμονες μ. Alciphr.1.20, cf. Iamb.Myst.8.8; πολέων μ. A.R.1.1127 (pl.).

German (Pape)

[Seite 198] ὁ, Führer, Lenker des Schicksals, Beiname des Zeus und des Apollon, Paus. 5, 15, 5. 10, 24, 4; μοιραῖοι θεοὶ καὶ μοιραγέται δαίμονες vrbdt Alciphr. 1, 20. Vgl. μοιρηγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρᾱγέτης: -ου, Ἰων. -ηγέτης, εω, Δωρ. -ᾱγέτας, α, ὁ, ὁ ὁδηγῶν τὴν μοῖραν, τὸ πεπρωμένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς ὡς ἡγέτου τῶν Μοιρῶν, Παυσ. 5. 15, 5., 8. 37, 1· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν 10. 24, 4, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 20· πολέων μ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1127.

Greek Monolingual

μοιραγέτης και ιων. τ. μοιρηγέτης, -εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, -α, ὁ (Α)
1. (ως προσωνυμία κυρίως του Διός ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την ειμαρμένη, τη μοίρα («ἔστι βωμός, ἐπίγραμμα δὲ ἐπ' αύτῷ Μοιραγέτα», Παυσ.)
2. (για τους ανθρώπους) αυτός που κανονίζει ή ρυθμίζει τη μοίρα του άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα + ᾱγέτης / ἡγέτης (πρβλ. νυμφ-αγέτης, ξεν-αγέτης)].