νεκρών

From LSJ
Revision as of 13:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρών Medium diacritics: νεκρών Low diacritics: νεκρών Capitals: ΝΕΚΡΩΝ
Transliteration A: nekrṓn Transliteration B: nekrōn Transliteration C: nekron Beta Code: nekrw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,    A burial-place, IG 5(2).176 (Tegea, ii B.C.), AP7.610 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 238] ῶνος, ὁ, Begräbnißort, Pallad. 146 (VII, 610).

Greek (Liddell-Scott)

νεκρών: -ῶνος, ὁ, τόπος ταφῆς τῶν νεκρῶν, κοιμητήριον, Ἀνθ. Π. 7. 610.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
tombeau, cimetière.
Étymologie: νεκρός.

Greek Monolingual

νεκρών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος ταφής τών νεκρών, νεκροταφείο, κοιμητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. μελισσ-ών, μηλ-ών)].

Greek Monotonic

νεκρών: -ῶνος, ὁ (νεκρός), τόπος ταφής των νεκρών, κοιμητήριο, νεκροταφείο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεκρών: ῶνος ὁ место погребения, кладбище Anth.

Middle Liddell

νεκρών, ῶνος, ὁ, νεκρός
a burial-place, Anth.