μωμοσκόπος

From LSJ
Revision as of 13:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωμοσκόπος Medium diacritics: μωμοσκόπος Low diacritics: μωμοσκόπος Capitals: ΜΩΜΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: mōmoskópos Transliteration B: mōmoskopos Transliteration C: momoskopos Beta Code: mwmosko/pos

English (LSJ)

ον,    A looking for blemishes in sacrificial victims, Ph.1.320.

Greek (Liddell-Scott)

μωμοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν πρὸς ἀνεύρεσιν μώμων ἢ ἐλλείψεων ἐν τοῖς πρὸς θυσίαν ὡρισμένοις ζῴοις· καθόλου, ἐπικρίνων, ἐξετάζων κριτικῶς, Φίλων 1. 320, Κλήμ. Ἀλ. 617.

Greek Monolingual

-ο (Α μωμοσκόπος, -ον)
(γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, φιλόψογος, φιλοκατήγορος
αρχ.
αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για θυσία ζώα για να δει αν έχουν κανένα ελάττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + -σκόπος].