μύαγρος

From LSJ
Revision as of 15:12, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠαγρος Medium diacritics: μύαγρος Low diacritics: μύαγρος Capitals: ΜΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: mýagros Transliteration B: myagros Transliteration C: myagros Beta Code: mu/agros

English (LSJ)

ὁ,    A mouser, a kind of snake. Nic.Th.490.    II = μελάμπυρος, Dsc.4.116, Plin.HN27.106.    III = μυάγρα ΙΙ, Ps.-Dsc. 2.125.

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, der Mäusefänger, eine Schlangenart, Nic Th. 490; eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μύαγρος: ὁ, ὁ μυθοήρας, εἶδος ὄφεως, Νικ. Θηρ. 490. ΙΙ. εἶδος φυτοῦ ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι τὸ Alypum sativum, Διοσκ. 4. 117, Πλίν, 27. 81.

Greek Monolingual

ο (Α μύαγρος)
νεοελλ.
ζωολ. είδος πτηνού της οικογένειας μυγοθήρες
αρχ.
1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια
2. το φυτό μελάμπυρον
3. το φυτό μυάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος.