θήραγρος

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήραγρος Medium diacritics: θήραγρος Low diacritics: θήραγρος Capitals: ΘΗΡΑΓΡΟΣ
Transliteration A: thḗragros Transliteration B: thēragros Transliteration C: thiragros Beta Code: qh/ragros

English (LSJ)

θήραγρον, (ἄγρα) for catching wild beasts or game, πέδη Ion Trag.40: name of a hound, dub. in AP7.304 (Pisand.).

German (Pape)

[Seite 1208] das Wild fangend, πέδη Ion bei Ath. X, 451 e.

Greek (Liddell-Scott)

θήραγρος: -ον, (ἄγρα) κατάλληλος πρὸς σύλληψιν ἀγρίων θηρίων, πέδη Ἴων. παρ’ Ἀθην. 451Ε· ὄνομα κυνὸς θηρευτικοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 304.

Greek Monolingual

θήραγρος, -ον (Α)
1. (για όργανο) κατάλληλος για τη σύλληψη άγριων ζώων («πέδη θήραγρος»
2. ονομασία κυνηγετικού σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αγρος (< άγρα), πρβλ. μύαγρος, πάναγρος].