νομώδης
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ες, ( A νομή 1.3b) like a spreading ulcer, ἕλκος Alex.Aphr. Pr.1.92, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702. 2 full of shreds as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754.
Greek (Liddell-Scott)
νομώδης: -ες, (νομὴ ΙΙ) ὅμοιος πρὸς διαβρωτικὸν ἕλκος, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 92.
Greek Monolingual
νομώδης, -ῶδες (ΑΜ)
1. αυτός που έχει μορφή διαβρωτικού έλκους
2. (για έλκος) γεμάτος με σχισμές, με πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομή «διαβρωτικό έλκος» + κατάλ. -ώδης].