οἰκωφελής

From LSJ
Revision as of 14:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκωφελής Medium diacritics: οἰκωφελής Low diacritics: οικωφελής Capitals: ΟΙΚΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: oikōphelḗs Transliteration B: oikōphelēs Transliteration C: oikofelis Beta Code: oi)kwfelh/s

English (LSJ)

ές,    A beneficial to the house, only in Adv. -λῶς D.C.56.7.

German (Pape)

[Seite 304] ές, dem Hause nützlich, wirthlich, Theocr. 28, 2. – Adv. οἰκωφελῶς, D. C. 56, 7.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν πόνος οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 ἔνθα νῦν: γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est un bien pour une maison.
Étymologie: οἶκος, ὀφέλλω.

Greek Monolingual

οἰκωφελής, -ές (Α)
ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ωφελής (< ὄφελος). Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ-ωφελής, ψυχ-ωφελής)].

Greek Monotonic

οἰκωφελής: -ές (ὀφέλλω), επικερδής, ωφέλιμος για το σπίτι, γυνὴ οἰκωφελής, σύζυγος της οποίας η σύνεση κάνει το σπίτι να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκωφελής: полезный для дома, тж. способствующий процветанию хозяйства, домовитый (γυνή Theocr.).

Middle Liddell

οἰκ-ωφελής, ές ὀφέλλω
profitable to a house, γυνὴ οἰκ. a wife whose prudence makes the house thrive, Theocr.