παλιναίρετος
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ον, A removed from office and re-elected, of public officers, Eup.89, Archipp.14, Nicostr.34. 2 of buildings, pulled down and rebuilt, patched up, Pi.Fr.84, cf. Harp. s.v., Hsch., etc.; also σιδήρου π. IG12.313.131 (Eleusis). 3 παλιναίρετα γεγονότα… καὶ διεφθαρμένα Pl.Ti.82e, expld. by Tim.Lex. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον… αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα.
German (Pape)
[Seite 450] wiedergewählt, von Beamten, die abgesetzt und wieder gewählt worden sind, VLL.; vgl. bes. Harpocr. – Bei B. A. 59 wird erkl. παλιναίρετα τὰ ἐκ καταλύσεως οἰκοδομίας παλαιᾶς εἰς ἑτέραν πρόσφατον οἰκοδόμησιν ἐμβαλλόμενα, also alte Baumaterialien; vgl. Pind. bei Harpocr.; dah. auch = der Ausbesserung bedürftig, baufällig, u. übh. verderbt, καὶ διεφθαρμένα, Plat. Tim. 82 e.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλῐναίρετος: -ον, ὁ παυθεὶς καὶ πάλιν αἱρεθείς, ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ὁ ἀποχειροτονηθεὶς τὴν ἀρχὴν καὶ πάλιν χειροτονηθείς, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 5, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 3, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 8· καὶ ἐπὶ οἰκοδομημάτων καθαιρεθεὶς (κρημνισθεὶς) καὶ ἀνοικοδομηθείς, ἐπισκευασθείς, Πινδ. Ἀποσπ. 54· ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λ., Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ., καὶ πρβλ. παλίμβολος, παλινάγρετος. 2) τὸ ἐν Πλάτ. Τιμ. 82E χωρίον: παλιναίρετα γεγονότα ... καὶ διεφθαρμένα, ἑρμηνεύεται ἐν τῷ τοῦ Τιμαίου Λεξικ. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον ... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα, ἴδε Ruhnk εἰς Τίμ.
English (Slater)
παλιναίρετος
1 demolished and rebuilt παλιναίρετα (sc. οἰκοδομήματα) fr. 84.
Greek Monolingual
παλιναίρετος, -ον (Α)
1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι
2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου
3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα
φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῡντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αἱρετός (< αἱροῦμαι «εκλέγομαι»), πρβλ. αυθ-αίρετος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιναίρετος -ον [πάλιν, αἱρέω] verkeerd, verwerpelijk.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλῐναίρετος: снова взятый, вновь используемый, т. е. бывший в употреблении, изношенный (π. καὶ διεφθαρμένος Plat.).